δεκαπενθημερία

δεκαπενθημερία
και δεκαπενταμερία, η
1. χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών
2. αμοιβή εργασίας δεκαπέντε ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπενθήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκαπενθήμερος — η, ο 1. όποιος διαρκεί δεκαπέντε μέρες 2. (για περιοδικά έντυπα, φυλλάδια κ.λπ.) αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκαπενθήμερο η δεκαπενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + ημέρα. Η λ. δεκαπενθήμερος μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντάμερο — το 1. η δεκαπενθημερία 2. το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι τη 15η του Αυγούστου …   Dictionary of Greek

  • δεκαπενταμερία — η βλ. δεκαπενθημερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”